- τάχα
- ΝΜΑ, και τάχατε(ς) και τάχατι(ς) και τάχαμου Ννεοελλ.1. (ως ερωτ. μόριο) άραγε, ποιος ξέρει αν... («τάχα να στέκει ο ουρανός, να στέκει ο απάνου κόσμος;», δημ. τραγούδι)2. (ως ενδοιαστικό μόριο) μήπως μη τυχόν («τάχα δεν επερπάτησα κι εγώ με το φεγγάρι;», δημ. τραγούδι)3. (ως συλλογιστικό μόριο) δήθεν, μαθές («μού κάνει τάχα τον φίλο»)4. φρ. «μάς κάνει τον τάχα[τέ] μου» — παριστάνει τον σπουδαίο, κάνει επίδειξηαρχ.επίρρ.1. ταχέως, γρήγορα, γοργά («τάχα δ' Ἕκτορος ἄγχι γένοντο», Ομ. Ιλ.)2. ευθύς αμέσως («πέμψον πρὸς ἐμὲ τάχα», Αριστοφ.)3. ίσως, πιθανώς («δὶς μὲν γὰρ καὶ τρεῑς τάχα τεύξεαι», Ησίοδ.)4. φρ. α) «τάχ' ἄν» — πιθανώς, ίσως (Ηρόδ.)β) «τάχ' ἐπειδάν» — αμέσως, μόλις (Πλάτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχ-ύς + επιρρμ. κατάλ. -α (πρβλ. κάρτα [Ι], σάφα). Αρχικά, το επίρρ. τάχα μαρτυρείται με χρονική σημ. «γρήγορα, σύντομα», κυρίως στους ποιητές, σπανιότερα δε στην τραγωδία και στην αττ. πεζογραφία. Αργότερα, όμως, απέκτησε πιθανολογική σημ. και συνδέθηκε σημασιολογικά με το επίρρ. ίσως με ορισμένη, όμως, διαφοροποίηση. Η σημ. αυτή, τελικά, επικράτησε και διατηρήθηκε μέχρι σήμερα].
Dictionary of Greek. 2013.